Του Νίκου Μακράκη

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα, το φάντασμα αυτού που θα νικήσει τον Μητσοτάκη.
Το 2023 ο Κασσελάκης, ως υποψήφιος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε ότι θα νικήσει τον Μητσοτάκη. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που πολύς κόσμος τον πίστεψε και τον ψήφισε στις εσωκομματικές. Σε λίγους μήνες, ο Κασσελάκης βρέθηκε να λέει ότι το 17% που πήρε στις Ευρωεκλογές ήταν καλό ποσοστό.
Είχε ποτέ τις προϋποθέσεις ο Κασσελάκης να νικήσει τον Μητσοτάκη; Σε καμία περίπτωση. Γιατί πήρε 41% ο Μητσοτάκης; Λόγω του ότι κατάφερε να περάσει επικοινωνιακά ότι αυτός είναι ο μόνος αξιόπιστος για να κυβερνήσει. Πόσο μετράει στην αξιοπιστία ο Κασσελάκης; Μηδέν.
Παρόλο που ο Κασσελάκης ήταν το τελευταίο άτομο στον κόσμο που μπορούσε να νικήσει τον Μητσοτάκη, μόνο και μόνο που ντύθηκε με θάρρος το άδειο πουκάμισο του νικητή του Μητσοτάκη, κατάφερε να τον ψηφίσει ο κόσμος στις εσωκομματικές.
Τώρα, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Αλέξης Τσίπρας ετοιμάζεται να δημιουργήσει νέο κόμμα και πολύς κόσμος το συζητάει ως τον άνθρωπο που μπορεί να ρίξει τον Μητσοτάκη. Μπορεί; Γιατί δεν τον έριξε το 2023 και πήρε 19%; Γιατί δεν μπόρεσε να τον νικήσει στο επίπεδο της επικοινωνίας περί αξιοπιστίας και είναι δύσκολο να το κάνει και τώρα. Θα μπορούσε εύκολα να νικήσει τον Μητσοτάκη ο αντίπαλος που του έδωσε το 41%;
Πολύς κόσμος θέλει πολύ να το δει να συμβαίνει και πολλοί προσπαθούν να τον ικανοποιήσουν λέγοντας για 20% στο κόμμα Τσίπρα στις έρευνες. Δεν χρειάζεται να είσαι μαθηματικός για να καταλάβεις πόσο τεράστια διαφορά έχει σε μια στατιστική έρευνα η ερώτηση «Αν ο Τσίπρας έκανε κόμμα, θα το ψηφίζατε;» με την ερώτηση «Αν είχαμε τώρα εκλογές, ποιο κόμμα θα ψηφίζατε;».
Μόνο και μόνο που στους δημόσιους λόγους ο Τσίπρας ντύνεται το πουκάμισο του νικητή του Μητσοτάκη, αυτό του δίνει αέρα, τόσο πολύ που θέλουμε να το πιστέψουμε. Φυσικά και ο Τσίπρας μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις διεργασίες ενότητας της αριστεράς ή κεντροαριστεράς, αν, φυσικά, θελήσει, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα από το πόσο εύκολο είναι σαν επικεφαλής ενός εγχειρήματος να τον νικήσει.
Αλλιώς, ποιος είναι αυτός που θα νικήσει τον Μητσοτάκη; Ο Ανδρουλάκης; Όχι, αν μπορούσε θα είχε φανεί ήδη.
Η Κωνσταντοπούλου που έχει φανεί δεύτερη σε κάποιες δημοσκοπήσεις; Αυτή θα ήταν η τελευταία. Δεν είναι τυχαίο που ο Μητσοτάκης την επιλέγει και ως αντίπαλο. Θέλει να παρουσιάζει την αντιπολίτευση σαν χάβρα και αυτό να αυξάνει το μεγαλύτερο του χαρτί, την επικοινωνιακή αξιοπιστία του.
Η Καρυστιανού; Ούτε εκείνη θα μπορούσε να νικήσει τον Μητσοτάκη, γιατί η εξαιρετική ικανότητα της να κινητοποιεί συναισθήματα σε καμία περίπτωση δεν φτάνει.
Η παραδοσιακή αριστερά απαντάει ότι το πρωταρχικό δεν είναι το πρόσωπο, αλλά το πολιτικό πλαίσιο και οι κοινωνικές και συλλογικές διεργασίες που δημιουργούνται γύρω από αυτό. Αυτό είναι και σωστό και λάθος. Είναι μεν απαραίτητο, αλλά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο απλός κόσμος την πολιτική στην Ελλάδα δεν αρκεί.
Χρειάζεται κάποιον ή κάποια που να συμβολοποιεί πολιτικά πλαίσια και κοινωνικές διεργασίες ως πρόσωπο στο μυαλό του απλού κόσμου. Αλλά και να κερδίζει τον Μητσοτάκη στο βασικό του ατού, την επικοινωνιακή ηγεμονία στο πεδίο της αξιοπιστίας.
Να αρθρώνει ανταγωνιστικό πολιτικό λόγο στον Μητσοτάκη και να δείχνει ένα πρόσωπο αξιοπιστίας με έναν τρόπο που να κινητοποιεί τον κόσμο να φαντάζεται ότι αυτή είναι η Ελλάδα του 21ου αιώνα. Με την επικοινωνιακή του εικόνα ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και οι ρυθμίσεις υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων με γνώμονα το κέρδος δεν είναι αξιοπιστία και σταθερότητα. Ότι πραγματική αξιοπιστία και σταθερότητα είναι η προστασία του δημόσιου τομέα (π.χ. σχολείων και νοσοκομείων), του περιβάλλοντος και οι ρυθμίσεις υπέρ των μισθωτών. Να κάνει τον κόσμο να το σκέφτεται όχι μόνο σαν εκφώνηση πολιτικής ομιλίας, αλλά μόνο και μόνο διαβάζοντας το ονοματεπώνυμο ή βλέποντας το πρόσωπο του/της.
Είναι αυτό μόνο επικοινωνιακό χάρισμα ενός ατόμου ή μόνο δημιούργημα πολιτικού προγράμματος μιας ενωτικής συλλογικότητας; Η περίπτωση της επιτυχίας του Μαμντάνι στις δημοτικές εκλογές της Νέας Υόρκης ίσως μας δείχνει ότι είναι μια συνάντηση και των δύο την κατάλληλη χρονική στιγμή. Την στιγμή που δεν την περιμένεις. Γιατί την στιγμή που την περιμένεις ανυπόμονα, την φαντάζεται εκεί που δεν υπάρχει, η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα και εσύ φαίνεσαι στρατηγός που ετοιμάζεται για τον προηγούμενο πόλεμο, όπως λέει και μια παλιά φράση.
